- εὐνήν
- εὐνήbedfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ … Dictionary of Greek
ATALANTA — I. ATALANTA Arcadica virgo, et venatrix, Iasii sive Iasionis, vel, ut alii malunt, Abantis Regis Argivorum, filia, quae, conservandae virginitatis studiô, Dianae se dedit comitem, sub qua meruit in silvis, adeo ut vastissimum aprum interfecerit… … Hofmann J. Lexicon universale
BACCHUS — I. BACCHUS Iovis ex Semele filius. Orpheus in Hymnis. Κιςςοκόμην Διόνυσον ἐρίβρομον ἄρχομ᾿ ἀείδειν. Ζηνὸς καὶ Σεμέλης ἐρικυδέος ἀγλαὸνυἷον. Idem aliô Hymnô Iovis et proserpinae filium putavit. Ε῎υβουλ᾿ ἐυπολύβουλε Διὸς καὶ Περσεφονείας. Hunc Deum … Hofmann J. Lexicon universale
EUNUCHI — I. EUNUCHI Haetetici, alias Valesiani, a Valesio Arabe quodam. Omnes sectae suae exsecabant, imo et in obvios quosque eâdem crudelitate saepe saeviebant. Epiphan. boer. ti. Baron. A. C. 249. n. 9. 260. n. 69 etc. Imitati autem in hoc Origenem… … Hofmann J. Lexicon universale
VIRGO — I. VIRGO Graece Παρθένος, inter Minervae cognomina, apud Athenienses, uti vidimus supra ubi de Nuptiis. Sed et Sesti Iovis et Virginis Heroum Plinio memoratur, l. 10. c. 4. Est percelebris apud Seston urbem aquilae gloria: edueatam a virgine… … Hofmann J. Lexicon universale
επαμώμαι — ἐπαμῶμαι άομαι (AM) 1. επισωρεύω κάτι για τον εαυτό μου μαζεύοντας από το έδαφος «εὐνὴν ἐπαμήσατο χερσί» επισώρευσε με τα χέρια και σχημάτισε στρώμα [από φύλλα]) Ομ. Οδ. 2. το ενεργ. ἐπαμῶ με την ίδια σημασία μσν. 1. συγκαλώ, συναθροίζω,… … Dictionary of Greek
ετερόχρως — ἑτερόχρως, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ο ετερόχρους 2. (για ύπνο) αυτός που γίνεται με πρόσωπο διαφορετικού φύλου («τοὺς ἑτερόχρωτας ὕπνους καὶ θηλύτητος εὐνὴν γέμουσαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + χρως] … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
στέργω — ΝΜΑ, και στρέ(γ)ω Ν 1. αποδέχομαι κάτι, συγκατατίθεμαι σε κάτι, ανέχομαι, υπομένω κάτι (α. «μέ κυνηγάει γιατί δεν έστερξα να υποταχθώ στις θελήσεις του» β. «στέρξω... τῇ ἐμῇ τύχη», Πλάτ.) 2. παροιμ. φρ. «στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα… … Dictionary of Greek